Τα μάτια της γάτας είναι μεγάλα, προεξέχουν και είναι τοποθετημένα σε βαθείς κόγχες μέσα στο κρανίο.
Οπωσδήποτε όμως, δεν κινούνται ελεύθερα και γιαυτό η γάτα είναι υποχρεωμένη να γυρίζει το κεφάλι της - και συχνά το σώμα της - προς το σημείο που την ενδιαφέρει για να μπορέσει να εστιάσει το αντικείμενο στο κεντρικό μέρος του αμφιβληστροειδούς, όπου το είδωλο είναι καθαρότερο στο φως της ημέρας.
Πειράματα έχουν αποδείξει, ότι οι γάτες, επειδή μπορούν με δυσκολία να μάθουν να ξεχωρίζουν τα χρώματα, συνήθως δεν χρησιμοποιούν τα χρώματα για να ξεχωρίζουν τα αντικείμενα.
Ο άνθρωπος, βλέπει καλύτερα τη μέρα.
Για τις γάτες όμως, η καλύτερη ώρα είναι η νύχτα, αφού μπορούν και βλέπουν μέσα στο πιο ελάχιστο φως.
Όταν δηλαδή, για το ανθρώπινο μάτι, είναι απόλυτο σκοτάδι.
Η ίρις χαλαρώνει και η κόρη διαστέλλεται πολύ.
Το φως περνά μέσα από τον κυρτό κερατοειδή χιτώνα και τον φακό και αντανακλάται ξανά πάνω στον αμφιβληστροειδή, από ένα ειδικό στρώμα, το ταπητιον ( TAPETUM ).
Την αντανάκλαση αυτού του στρώματος μπορούμε να την δούμε σαν μια κίτρινη ανταυεια, όταν η γάτα κοιτάζει τα φώτα ενός αυτοκινήτου μέσα στο σκοτάδι.
Δεν αποκλείεται, το ταπητιον και ο αμφιβληστροειδής χιτώνας, να έχουν μια φωτοπολλαπλασιαστική ιδιότητα, όπως ας πούμε τα σύγχρονα κιάλια για την νύχτα.
Αυτός ο ευαίσθητος μηχανισμός, πρέπει φυσικά να προστατεύεται από το δυνατό, άμεσο ηλιακό φως στη διάρκεια της ημέρας, και γιαυτό η ίριδα της γάτας, που είναι άλλωστε χρωματισμένη ώστε να εμποδίζει το φως να την διαπερνά, συστέλλεται με τη βοήθεια ενός ειδικού μυός και η κόρη, γίνεται σαν μια μικρή κάθετη σχισμή.
Έτσι, ελέγχεται η ποσότητα φωτός που μπαίνει στο μάτι πιο αποτελεσματικά από ότι στην στρογγυλή κόρη του ανθρώπου η του σκύλου.
Επειδή τα μάτια βλέπουν κατευθείαν εμπρός, τα οπτικά πεδία διασταυρώνονται, κάνοντας την όραση στερεοσκοπική, πράγμα που επιτρέπει μια πολύ ακριβή αντίληψη των αποστάσεων, μέσα στην ακτίνα δράσης της.
Οι γάτες, είναι μάλλον μύωπες, αν και η αλλαγή στο σχήμα του φακού, μπορεί να εξουδετερώσει αυτό το μειονέκτημα, ως ένα βαθμό.
Η επιφάνεια του κερατοειδούς, διατηρείται υγρή και καθαρή, με την έκκριση των δακρυγόνων αδένων και την κίνηση του πάνω και κάτω βλεφάρου και από την σκαρδαμυκτικη μεμβράνη ( τρίτο βλέφαρο ).
Οι εκκρίσεις, περνούν από ένα λεπτό αγωγό στην εσωτερική γωνιά, που οδηγεί στην κάτω ρινική κοιλότητα.
Αυτός ο σωλήνας εύκολα φράζει και συχνά αντιαισθητικές εκκρίσεις κυλούν πάνω στο τρίχωμα κατά μήκος της μύτης.